ξεπεζεύω

ξεπεζεύω
αμετ спешиваться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεπεζεύω" в других словарях:

  • ξεπεζεύω — ξεπεζεύω, ξεπέζεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπεζεύω — κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πεζεύω] …   Dictionary of Greek

  • ξεπεζεύω — ξεπέζεψα, κατεβαίνω από το ζώο, αφιππεύω: Πέντε καβαλάρηδες ξεπέζεψαν στην πλατεία του χωριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκαταβαίνω — ἀποκαταβαίνω (Α) ξεπεζεύω …   Dictionary of Greek

  • αφιππεύω — (AM ἀφιππεύω) μσν. νεοελλ. κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω αρχ. 1. φεύγω έφιππος 2. γυρίζω πίσω έφιππος …   Dictionary of Greek

  • καταπεζεύω — (AM) μσν. κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω («τὸ καταπεζεῡσαι ἐξ ἵππων καὶ ἀντὶ ἱππότου γενέσθαι πεζόν», Ευστάθ.) αρχ. οδοιπορώ πεζός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεζεύω «περπατώ, ταξιδεύω με τα πόδια»] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεκαβαλικεύω — (Μ ξεκαβαλικεύω) κατεβαίνω από άλογο, αφιππεύω, ξεπεζεύω μσν. βοηθώ κάποιον να κατεβεί από το άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καβαλικεύω] …   Dictionary of Greek

  • ξεπέζεμα — το [ξεπεζεύω] η κάθοδος τού ιππέα από τον ίππο, η αφίππευση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»